κωμῳδογράφος

κωμῳδογράφος
κωμῳδο-γράφος [ᾰ], ,
A = κωμῳδιογράφος, AP7.708 (Diosc.), Phld.Mus.p.88 K.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κωμωδογράφος — κωμῳδογράφος, ὁ (Α) βλ. κωμωδιογράφος …   Dictionary of Greek

  • κωμῳδογράφων — κωμῳδογράφος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδογράφῳ — κωμῳδογράφος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμωδιογράφος — ο (Α κωμῳδιογράφος και κωμῳδογράφος) συγγραφέας κωμωδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδία + γράφος*. Ο τ. κωμῳδογράφος είναι μτγν.] …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”